- ξυνέλαβον
- συλλαμβάνωcollectaor ind act 3rd plσυλλαμβάνωcollectaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέλλησις — μέλλησις, ἡ (Α) [μέλλω] 1. ετοιμότητα, προπαρασκευή, ιδίως πολεμική, εξοπλισμός 2. σκοπός που δεν εκπληρώθηκε («καὶ Ἀργεῑοι διὰ τὴν ἐκείνων μέλλησιν τῶν ἐν τῇ πόλει τινὰς ὑποπτεύσαντες τοὺς μὲν ξυνέλαβον, οἱ δ αὐτοὺς καὶ διέφυγον», Θουκ.) 3.… … Dictionary of Greek